ερείκω

ερείκω
ἐρείκω (Α)
1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» — σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.)
2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» — διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.)
3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» — οι θρακικοί άνεμοι έσπαζαν τα πλοία σπρώχνοντας τα το ένα πάνω στο άλλο, Αισχύλ.)
4. (για δημητριακούς καρπούς ή όσπρια) αλέθω, κοπανίζω («κριθαὶ ἐρηριγμέναι», Ιπποκρ.)
5. (στον αόρ. β’) ἤρικον
θραύομαι, σχίζομαι, κομματιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ε- προθεματικό + θ. ρεικ- που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *rei- «σχίζω, κόβω», με παρέκταση -k-, ενώ από την ίδια ρίζα με παρέκταση -p- προέρχεται, κατά μία άποψη, και το θ. ρειπ- τού ερείπω*. Πάντως ακριβώς αντίστοιχα του θ. ρεικ- δεν απαντούν στις ΙΕ γλώσσες. Στην αρχ. ινδ. όσοι από τους τύπους που θεωρούνται συγγενείς εμφανίζουν υπερωικό k εμφανίζουν συγχρόνως και δασύτητα: rikhati, likhati «σχίζω». Σε όσους πάλι δεν υπάρχει δασύτητα εμφανίζεται φθόγγος ουοανικής προέλευσης (και όχι υπερωικής j < k). riśati, liśati «ξεριζώνω, σχίζω». Συνδέεται ακόμη πιθ. με τα λιθ. riekiu, riekti «κόβω το ψωμί, οργώνω για πρώτη φορά τον αγρό». Συγγενή παράγωγα θεωρούνται επίσης τα αρχ. άνω γερμ. rīga και μσν. άνω γερμ. rīha «σειρά», καθώς και τα λατ. rixa «φιλονεικία», rīma «ρήγμα». Μεταξύ τών παραγώγων του υπάρχουν ορισμένα που στη θέση τού -ει- εμφανίζουν -ε-, το οποίο δεν ερμηνεύεται, ενώ άλλα εμφανίζουν στην ίδια θέση -ι- που μπορεί να ερμηνευθεί ως συνεσταλμένη βαθμίδα.
ΠΑΡ. αρχ. ερέγματα, έρεγμός, ερεικάς, ερεικίδες, ερείκιον, ερεικίτας, ερίγματα, ερίγμη.
ΣΥΝΘ. αρχ. διερείκω, κατερείκω, υπερείκω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐρείκω — ἐρέικω pres subj act 1st sg ἐρέικω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείξω — ἐρέικω aor subj act 1st sg ἐρέικω fut ind act 1st sg ἐρέικω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεικομένων — ἐρέικω pres part mp fem gen pl ἐρέικω pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρειξαμένων — ἐρέικω aor part mid fem gen pl ἐρέικω aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρείξαντα — ἐρέικω aor part act neut nom/voc/acc pl ἐρέικω aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρεικε — ἐρέικω pres imperat act 2nd sg ἐρέικω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρεικον — ἐρέικω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐρέικω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤρεικον — ἐρέικω imperf ind act 3rd pl ἐρέικω imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεικομένη — ἐρέικω pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεικόμενα — ἐρέικω pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”